- δίμορφος
- -η, -οαυτός που έχει ή εμφανίζει δύο μορφές: Μην του έχεις εμπιστοσύνη, είναι δίμορφος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίμορφος — two formed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφος — η, ο (AM δίμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές 2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις αρχ. ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος … Dictionary of Greek
δίμορφον — δίμορφος two formed masc/fem acc sg δίμορφος two formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμόρφου — δίμορφος two formed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμόρφους — δίμορφος two formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμόρφῳ — δίμορφος two formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφα — δίμορφος two formed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφε — δίμορφος two formed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφοι — δίμορφος two formed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek